προγεγονότες

προγεγονότες
προγίγνομαι
come forward
perf part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προγίγνομαι — και ιων. και μτγν. τ. προγίνομαι Α 1. έρχομαι, πηγαίνω προς τα εμπρός, εμφανίζομαι 2. γεννιέμαι ή υπάρχω προηγουμένως, προϋπάρχω (α. «οἱ προγεγονότες θεοί», Ηρόδ. β. «οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι» οι προγενέστεροι, Ξεν.) 3. γεννιέμαι 4. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”